- επινίσσομαι
- ἐπινίσσομαι, (Α)1. πηγαίνω κάπου («πεδίων ἐπινίσσεται», Σοφ.)2. επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίσσομαι, παράλλ. τ. τού νέομαι «επανέρχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπινισσομένοισιν — ἐπινίσσομαι go over pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐπινίσσομαι go over pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίσεο — ἐπινίσσομαι go over aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπινίσσομαι go over aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίσσεται — ἐπινίσσομαι go over pres ind mp 3rd sg ἐπινίσσομαι go over pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπενίσετο — ἐπινίσσομαι go over aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινίσεται — ἐπινίσσομαι go over fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)